*Αφιερωμένο σ’ ένα καλό φίλο που ειδικεύεται στην Ανθρωπολογία και τον ευχαριστώ για την αιτία και την αφορμή αυτού του μύθου
Κάποτε.. όπως τώρα.. όπως παλιά.. ταραχή απλώθηκε στη γειτονιά της Ελπίδας.
Η Ελπίδα είχε να φανεί μέρες, ίσως και μήνες, μπορεί και χρόνια. Κανένας όμως δε θυμόταν γιατί κανένας δεν την είχε αναζητήσει. Κανένας δεν είχε ρωτήσει πού βρίσκεται και τι κάνει. Κάποιοι μάλιστα, σε προηγούμενους καιρούς, έλεγαν ότι τους έκανε καλό που δεν την έβλεπαν πια γιατί η παρουσία της και τα όσα έλεγε στις επισκέψεις της έκαναν τους ανθρώπους να πιστεύουν στα παραμύθια.
«Μεγαλώσαμε για να πιστεύουμε στα παραμύθια κυρα-Ελπίδα. Ο κόσμος δεν αλλάζει. Ήταν, είναι και θα είναι σκληρός κι άδικος. Κι εσύ μας παραπλανάς. Μας λες ότι όλα μπορούν να αλλάξουν αρκεί να το πιστέψουμε. Κι εμείς κάποτε σε πιστέψαμε. Και τίποτα δεν έγινε. Μάλλον σε κακό μας βγήκε. Πήγαινε σε κανένα νηπιαγωγείο να περάσεις την ώρα σου λέγοντας τα παραμύθια σου γιατί ούτε τα παιδιά του Δημοτικού δε σε πιστεύουν πια! Να φύγεις και να μην ξαναπατήσεις εδώ!» της είπαν γεμάτοι θυμό οι άνθρωποι την τελευταία φορά που την είδαν. Η Ελπίδα, χωρίς να μιλήσει, κατέβασε το κεφάλι κι απομακρύνθηκε σέρνοντας το βήμα της.
Από τότε οι άνθρωποι περνούσαν τις μέρες τους τόσο ατάραχα όσο κι αδιάφορα. Ότι κι αν γινόταν γύρω τους, τους άφηνε ασυγκίνητους. Είχαν μεγαλώσει αρκετά και μαζί τους είχε μεγαλώσει και η βεβαιότητα πως τίποτα δεν αλλάζει.
«Όσο ξέρουμε ότι ο Χειμώνας θα έρχεται πάντα στην ώρα του και η Άνοιξη το ίδιο, άλλο τόσο ξέρουμε ότι τίποτα-μα τίποτα, δεν αλλάζει» έλεγαν όταν μιλούσαν μεταξύ τους, κάτι που γινόταν όλο και πιο σπάνια.
Αρκετοί από αυτούς, μάλιστα, μέχρι και τα παιδιά τους ζόρισαν να μεγαλώσουν γρήγορα για να μη τα βρει η Ελπίδα και τα ξεγελάσει. Κανένας δεν αντιστεκόταν σ’ ότι κακό συνέβαινε, κανένας δεν κόπιαζε για το καλό, αφού όλοι πίστευαν πως τίποτα δεν μπορεί ν’ αλλάξει. Έτσι, σιγά-σιγά και χωρίς κανείς να το καταλάβει, ο κόσμος γέμισε γέρους με άδεια μάτια κι ενήλικα παιδιά με πετρωμένες καρδιές. Οι πλατείες και οι παιδικές χαρές είχαν όλο και λιγότερο κόσμο. Μόνο στα παράθυρα έβλεπες μισοτραβηγμένες κουρτίνες. Ο ένας παραφυλούσε τον άλλο, επειδή υπήρχαν κάποιοι λίγοι που δεν συμφωνούσαν μ’ όλα αυτά και οι υπόλοιποι φοβόντουσαν μήπως οι αποστάτες φέρουν την Ελπίδα πίσω.
Σήμερα, όμως, στη γειτονιά της Ελπίδας απλώθηκε μεγάλη ταραχή. Άνθρωποι απ’ όλες τις γωνιές της γης έφταναν τρέχοντας για να τη συναντήσουν. Την έψαχναν, τη φώναζαν, αλλά εκείνη πουθενά. Χοντρές στάλες από ιδρώτα είχαν πλημμυρίσει τα πρόσωπά τους που ήταν γεμάτα αγωνία. Μιλούσαν μεταξύ τους και προσπαθούσαν να βρουν τρόπους για να τους ακούσει η Ελπίδα και να εμφανιστεί.
«Τι καλό σας φέρνει στα μέρη μας;» ακούστηκε ξάφνου κι όλοι γύρισαν να δουν.
«Ελπίδα, εσύ;» ρώτησαν όλοι με χτυποκάρδι.
«Είμαι η αδελφή της, η Πίστη. Η Ελπίδα έχει κλειστεί στο σπίτι από τότε που τη διώξατε κι εγώ έμεινα κοντά της να τη φροντίζω για να μην πεθάνει» είπε θλιμμένη η Πίστη και συνέχισε: «Τι συμβαίνει και ήρθατε στη γειτονιά μας;»
«Τελειώνει ο Μάιος και η Άνοιξη δεν ήρθε ακόμα… ο φετινός Χειμώνας είναι ατέλειωτος, κρύος κι ο πιο σκοτεινός που ζήσαμε ποτέ… μας τέλειωσαν οι προμήθειες… η γη δε φαίνεται να έχει ετοιμαστεί για νέους καρπούς… αν συνεχιστεί αυτό θα πεθάνουμε όλοι από την πείνα…» ακούστηκαν ξέπνοες φωνές σ’ όλες τις γλώσσες.
«Σε τι μπορεί να βοηθήσει η Ελπίδα;»
«Να μας δείξει τον τρόπο ν’ αλλάξουμε πίστη, αλλιώς ο Χειμώνας δε θα φύγει ποτέ…»
«Τον τελευταίο καιρό περνάμε ατέλειωτες ώρες στις βιβλιοθήκες, είναι το μόνο που μας απέμεινε, και μελετώντας παλιά βιβλία προσπαθούμε να δώσουμε λύση στο πρόβλημα…» συνέχισαν με απόγνωση οι άνθρωποι.
«Και τι ανακαλύψατε;» ρώτησε σκεπτική η Πίστη.
«Πως μόνο η Ελπίδα μπορεί να μας φέρει κοντά σ’ εσένα, Πίστη, για ν’ αλλάξουμε τα πράγματα. Να ξαναγίνουν τα παιδιά μας-παιδιά, να διώξουμε τη βεβαιότητα πως τίποτα δεν αλλάζει και μαζί της να διώξουμε τον Χειμώνα…»
Η Πίστη δεν απάντησε και σιωπή απλώθηκε ολόγυρα.
Μετά από λίγη ώρα ακούστηκε ένα σούρσιμο από κουρτίνα που άνοιγε. Η Ελπίδα βγήκε στο παράθυρο κι ένα χελιδόνι φτερούγισε μέσ’ από τα χέρια της. Το χελιδόνι έκανε δυο-τρεις κύκλους πάνω από τους ανθρώπους. Ύστερα κάθισε τιτιβίζοντας πάνω στον ώμο της Πίστης κι από το βάθος του κάμπου έφτασε μια μοσχοβολιά από άνθη κερασιάς.
Χ. Κ.
Ο πίνακας είναι του Χριστόδουλου Γκαλτέμη
<a href="http://www.sync.gr/claim/vaCb8jxTNp0K" rel="sync"></a>
Κάποτε.. όπως τώρα.. όπως παλιά.. ταραχή απλώθηκε στη γειτονιά της Ελπίδας.
Η Ελπίδα είχε να φανεί μέρες, ίσως και μήνες, μπορεί και χρόνια. Κανένας όμως δε θυμόταν γιατί κανένας δεν την είχε αναζητήσει. Κανένας δεν είχε ρωτήσει πού βρίσκεται και τι κάνει. Κάποιοι μάλιστα, σε προηγούμενους καιρούς, έλεγαν ότι τους έκανε καλό που δεν την έβλεπαν πια γιατί η παρουσία της και τα όσα έλεγε στις επισκέψεις της έκαναν τους ανθρώπους να πιστεύουν στα παραμύθια.
«Μεγαλώσαμε για να πιστεύουμε στα παραμύθια κυρα-Ελπίδα. Ο κόσμος δεν αλλάζει. Ήταν, είναι και θα είναι σκληρός κι άδικος. Κι εσύ μας παραπλανάς. Μας λες ότι όλα μπορούν να αλλάξουν αρκεί να το πιστέψουμε. Κι εμείς κάποτε σε πιστέψαμε. Και τίποτα δεν έγινε. Μάλλον σε κακό μας βγήκε. Πήγαινε σε κανένα νηπιαγωγείο να περάσεις την ώρα σου λέγοντας τα παραμύθια σου γιατί ούτε τα παιδιά του Δημοτικού δε σε πιστεύουν πια! Να φύγεις και να μην ξαναπατήσεις εδώ!» της είπαν γεμάτοι θυμό οι άνθρωποι την τελευταία φορά που την είδαν. Η Ελπίδα, χωρίς να μιλήσει, κατέβασε το κεφάλι κι απομακρύνθηκε σέρνοντας το βήμα της.
Από τότε οι άνθρωποι περνούσαν τις μέρες τους τόσο ατάραχα όσο κι αδιάφορα. Ότι κι αν γινόταν γύρω τους, τους άφηνε ασυγκίνητους. Είχαν μεγαλώσει αρκετά και μαζί τους είχε μεγαλώσει και η βεβαιότητα πως τίποτα δεν αλλάζει.
«Όσο ξέρουμε ότι ο Χειμώνας θα έρχεται πάντα στην ώρα του και η Άνοιξη το ίδιο, άλλο τόσο ξέρουμε ότι τίποτα-μα τίποτα, δεν αλλάζει» έλεγαν όταν μιλούσαν μεταξύ τους, κάτι που γινόταν όλο και πιο σπάνια.
Αρκετοί από αυτούς, μάλιστα, μέχρι και τα παιδιά τους ζόρισαν να μεγαλώσουν γρήγορα για να μη τα βρει η Ελπίδα και τα ξεγελάσει. Κανένας δεν αντιστεκόταν σ’ ότι κακό συνέβαινε, κανένας δεν κόπιαζε για το καλό, αφού όλοι πίστευαν πως τίποτα δεν μπορεί ν’ αλλάξει. Έτσι, σιγά-σιγά και χωρίς κανείς να το καταλάβει, ο κόσμος γέμισε γέρους με άδεια μάτια κι ενήλικα παιδιά με πετρωμένες καρδιές. Οι πλατείες και οι παιδικές χαρές είχαν όλο και λιγότερο κόσμο. Μόνο στα παράθυρα έβλεπες μισοτραβηγμένες κουρτίνες. Ο ένας παραφυλούσε τον άλλο, επειδή υπήρχαν κάποιοι λίγοι που δεν συμφωνούσαν μ’ όλα αυτά και οι υπόλοιποι φοβόντουσαν μήπως οι αποστάτες φέρουν την Ελπίδα πίσω.
Σήμερα, όμως, στη γειτονιά της Ελπίδας απλώθηκε μεγάλη ταραχή. Άνθρωποι απ’ όλες τις γωνιές της γης έφταναν τρέχοντας για να τη συναντήσουν. Την έψαχναν, τη φώναζαν, αλλά εκείνη πουθενά. Χοντρές στάλες από ιδρώτα είχαν πλημμυρίσει τα πρόσωπά τους που ήταν γεμάτα αγωνία. Μιλούσαν μεταξύ τους και προσπαθούσαν να βρουν τρόπους για να τους ακούσει η Ελπίδα και να εμφανιστεί.
«Τι καλό σας φέρνει στα μέρη μας;» ακούστηκε ξάφνου κι όλοι γύρισαν να δουν.
«Ελπίδα, εσύ;» ρώτησαν όλοι με χτυποκάρδι.
«Είμαι η αδελφή της, η Πίστη. Η Ελπίδα έχει κλειστεί στο σπίτι από τότε που τη διώξατε κι εγώ έμεινα κοντά της να τη φροντίζω για να μην πεθάνει» είπε θλιμμένη η Πίστη και συνέχισε: «Τι συμβαίνει και ήρθατε στη γειτονιά μας;»
«Τελειώνει ο Μάιος και η Άνοιξη δεν ήρθε ακόμα… ο φετινός Χειμώνας είναι ατέλειωτος, κρύος κι ο πιο σκοτεινός που ζήσαμε ποτέ… μας τέλειωσαν οι προμήθειες… η γη δε φαίνεται να έχει ετοιμαστεί για νέους καρπούς… αν συνεχιστεί αυτό θα πεθάνουμε όλοι από την πείνα…» ακούστηκαν ξέπνοες φωνές σ’ όλες τις γλώσσες.
«Σε τι μπορεί να βοηθήσει η Ελπίδα;»
«Να μας δείξει τον τρόπο ν’ αλλάξουμε πίστη, αλλιώς ο Χειμώνας δε θα φύγει ποτέ…»
«Τον τελευταίο καιρό περνάμε ατέλειωτες ώρες στις βιβλιοθήκες, είναι το μόνο που μας απέμεινε, και μελετώντας παλιά βιβλία προσπαθούμε να δώσουμε λύση στο πρόβλημα…» συνέχισαν με απόγνωση οι άνθρωποι.
«Και τι ανακαλύψατε;» ρώτησε σκεπτική η Πίστη.
«Πως μόνο η Ελπίδα μπορεί να μας φέρει κοντά σ’ εσένα, Πίστη, για ν’ αλλάξουμε τα πράγματα. Να ξαναγίνουν τα παιδιά μας-παιδιά, να διώξουμε τη βεβαιότητα πως τίποτα δεν αλλάζει και μαζί της να διώξουμε τον Χειμώνα…»
Η Πίστη δεν απάντησε και σιωπή απλώθηκε ολόγυρα.
Μετά από λίγη ώρα ακούστηκε ένα σούρσιμο από κουρτίνα που άνοιγε. Η Ελπίδα βγήκε στο παράθυρο κι ένα χελιδόνι φτερούγισε μέσ’ από τα χέρια της. Το χελιδόνι έκανε δυο-τρεις κύκλους πάνω από τους ανθρώπους. Ύστερα κάθισε τιτιβίζοντας πάνω στον ώμο της Πίστης κι από το βάθος του κάμπου έφτασε μια μοσχοβολιά από άνθη κερασιάς.
Χ. Κ.
Ο πίνακας είναι του Χριστόδουλου Γκαλτέμη
<a href="http://www.sync.gr/claim/vaCb8jxTNp0K" rel="sync"></a>
Έ-ξο-χο και διαπεραστικά λυρικό! Με ιστορίες σαν κι αυτές που γράφει η Χριστίνα η παραμυθογραφία ωθείται τουλάχιστον δυο βήματα μπροστά!
ΑπάντησηΔιαγραφήΓεωργία μου, γνωρίζοντας το συγγραφικό σου έργο κι οδοιπορικό καθώς και την ειδίκευσή σου στη λογοτεχνία, το σχόλιό σου με τιμά και με συγκινεί ιδιαίτερα!
ΑπάντησηΔιαγραφήΠρώτη φορά επισκέπτομαι τη σελίδα σου...Και με ''σκλάβωσε'' η εγγραφή σου...Δική σου ιστορία;;;
ΑπάντησηΔιαγραφήΚαλή συνέχεια!
Σ' ευχαριστώ Ελπίδα!
ΑπάντησηΔιαγραφήΌσα κείμενα έχουν υπογραφή Χ.Κ. είναι δικά μου..
απίστευτα ♥τρυφερό♥....
ΑπάντησηΔιαγραφή