Κάποτε.. όπως τώρα.. όπως παλιά.. ήταν ένας άνεμος.
Ταξιδιάρης, σα τσιγγάνος. Σοφός, σαν όνειρο.
Τις μέρες, του άρεσε να τρυπώνει στις παρέες που έφτιαχναν τα σύννεφα. Παίζοντας μαζί τους τα έσπρωχνε μπροστά στον ήλιο. Καλόπιανε τα πιο μικρά και τα πιο άτακτα και του τα κρεμούσε σκουλαρίκια. Αμέσως μετά, σκαρφάλωνε γρήγορα-γρήγορα στο φως της πιο μακρινής αχτίδας και πετούσε στον ήλιο χάρτινες σαϊτες, γεμάτες λόγια παλιάς - αλήθειας. Ο ήλιος θύμωνε που τον κορόιδευε ο άνεμος κι ο άνεμος τρανταζόταν στα γέλια με τα παθήματά του ήλιου.
Τις νύχτες, ο άνεμος έπαιρνε στο κατόπι τις περαστικές βροχές, τις κερνούσε υποσχέσεις γεμάτες θάλασσα και τις έβαζε να του πουν τις ιστορίες τους, καθώς τις στροβίλιζε σ’ όλων - των λογιών τους χορούς, μέχρι το ξημέρωμα. Οι βροχές μεθούσαν κι εκλιπαρούσαν τον άνεμο να εξατμίσει τις στάλες τους και να τις πάρει για πάντα μαζί του. Εκείνος, τότε, τις κοιτούσε σκανταλιάρικα κι αφού έκανε μια βαθειά υπόκλιση, απομακρυνόταν φυσώντας χαμόγελα κι ερωτολόγα. Κι όταν κανένας δεν τον έβλεπε πια, πήγαινε τρέχοντας να ξαποστάσει στο κρησφύγετό του, μια βουνοκορφή απέναντι από το σπίτι του Θεού.
Ανάμεσα στη βουνοκορφή του άνεμου και το σπίτι του Θεού, βρισκόταν μια μικρή-βαθειά λίμνη. Η λίμνη των ευχών. Ο άνεμος ποτέ δεν τόλμησε να βουτήξει στα νερά της. Προτιμούσε να πετάει βότσαλα, από ψηλά, με λέξεις - καινούργιες, που είχε χαράξει ο ίδιος. Ήταν τόσο σίγουρος πως η λίμνη είχε φτιαχτεί για να καταπίνει τις ευχές που την τάιζε γενναιόδωρα.
Μονάχα τις φορές που το φεγγάρι χαρεντιζόταν με τ’ άστρα, ο άνεμος κρυβόταν πίσω από πυκνές φυλλωσιές και χωρίς καν να ανασαίνει, το ακολουθούσε λυπημένος - όπου κι πήγαινε. Το φεγγάρι ήταν ό,τι αγαπούσε με αφοσίωση, ο άνεμος, και το μόνο που τον γέμιζε τόσο μεγάλη θλίψη. Χρόνους αμέτρητους έψαχνε να βρει το λόγο της αγάπης και της θλίψης αυτής μα, ποτέ, δεν τα κατάφερε. Έμπαινε σα σίφουνας σε καταπακτές γεμάτες βιβλία που πειρατές είχαν φυλάξει σ’ απόκρυφες σπηλιές και που μόνο ένας τσιγγάνος - άνεμος θα μπορούσε να περάσει μέσα από τις λεπτές χαραμάδες τους. Καθάριζε μ’ένα φύσημα τις σκονισμένες σελίδες και τις ρωτούσε γεμάτος αγωνία να του πουν γιατί η μοναδική του αγάπη του προξενεί τόση θλίψη. Όμως, καμιά - ποτέ δεν του απάντησε, ή έτσι ήθελε να νομίζει ο άνεμος.
Μια νύχτα το φεγγάρι έστησε χορό κι άρχισε να βγάζει τα πέπλα με τις φεγγαρόπετρες γιατί το βάραιναν. Ο άνεμος έπεσε σε μεγάλη θλίψη. Ίσως τη μεγαλύτερη που θυμόταν ποτέ. Προσπάθησε απεγνωσμένα να πιάσει ένα πέπλο, να το κρατήσει για πάντα δικό του. Όμως η γη είχε απλώσει τα χέρια της, μάζευε γρήγορα-γρήγορα τα πέπλα του φεγγαριού και τα τύλιγε ολόχαρη γύρω της. Ο άνεμος δε μπορούσε να πατήσει στη γη. Ποτέ του δεν το είχε κάνει. Δεν ήξερε τον τρόπο.
Γεμάτος απόγνωση, πήρε μια μεγάλη ανάσα και βούτηξε για πρώτη φορά στη λίμνη των ευχών. Έμεινε ακίνητος κάτω από το νερό ζητώντας μέσ’ από τα βάθη της ανεμένιας καρδιάς του να γινόταν ένα θαύμα που θα λύτρωνε τη θλίψη - της αγάπης του. Σκέφτηκε για μια στιγμή πως αν και τούτη τη νυχτιά δεν τα κατάφερνε στ’ αλήθεια να λυτρωθεί. τουλάχιστον ας ονειρευόταν πως λυτρώθηκε, χωρίς, όμως, να κοιμηθεί. Το μόνο που φοβόταν, ο άνεμος, ήταν ο ύπνος. Γι’ αυτό και σπάνια κοιμόταν.
«Καλησπέρα άνεμε...»
Η φωνή που ακούστηκε ήταν όμοια με μελωδία άρπας. Ο άνεμος ταράχτηκε και ρίγησε μαζί όταν μια μυρωδιά από νοτισμένο νυχτολούλουδο άγγιξε το μάγουλό του. Η φωνή με το άρωμα του νυχτολούλουδου κολυμπούσε ολόγυρά του. Όλο και πιο σιμά του, μέχρι που τον τύλιξε σα δίχτυ. Ο άνεμος σάστισε. Χωρίς ν’ανοίξει τα μάτια του, ρώτησε:
«Τι είσαι εσύ;»
«Η ευχή σου, άνεμε.»
«Και γιατί είσαι τόσο κοντά μου; Γιατί τυλίχτηκες γύρω μου;»
«Πάντα είμαι τόσο κοντά σου. Απόψε, όμως, είναι η πρώτη φορά που αποφάσισες να με δεις.»
«Κι εσύ, γιατί φανερώθηκες;»
«Γιατί εσύ το ζήτησες.»
«Με πνίγεις! Φύγε...»
«Θα σου χαρίσω το φεγγάρι και θα φύγω. Απόψε θα γίνει δικό σου. Θα το κουβαλάς όπου κι αν πας και θα του μιλάς για την αγάπη. Για την αγάπη που του έχεις. Μόνο έτσι θα γιάνεις απ’ τη θλίψη.»
«Θα κουβαλάω παντού το φεγγάρι;»
«Aιώνες τώρα, λαχταράς να το αποκτήσεις.»
«Δεν είναι βαρύ για μένα;»
«Ίσως. Πρέπει όμως ν’ αποφασίσεις, τώρα, τι σου είναι πιο σπουδαίο. Η αντοχή σου, ή η επιθυμία σου;»
«Η ευχή μου…» ψιθύρισε ο άνεμος και κουλουριάστηκε χωρίς αντίσταση μέσα στο δίχτυ της ευχής.
Χ. Κ.
Ταξιδιάρης, σα τσιγγάνος. Σοφός, σαν όνειρο.
Τις μέρες, του άρεσε να τρυπώνει στις παρέες που έφτιαχναν τα σύννεφα. Παίζοντας μαζί τους τα έσπρωχνε μπροστά στον ήλιο. Καλόπιανε τα πιο μικρά και τα πιο άτακτα και του τα κρεμούσε σκουλαρίκια. Αμέσως μετά, σκαρφάλωνε γρήγορα-γρήγορα στο φως της πιο μακρινής αχτίδας και πετούσε στον ήλιο χάρτινες σαϊτες, γεμάτες λόγια παλιάς - αλήθειας. Ο ήλιος θύμωνε που τον κορόιδευε ο άνεμος κι ο άνεμος τρανταζόταν στα γέλια με τα παθήματά του ήλιου.
Τις νύχτες, ο άνεμος έπαιρνε στο κατόπι τις περαστικές βροχές, τις κερνούσε υποσχέσεις γεμάτες θάλασσα και τις έβαζε να του πουν τις ιστορίες τους, καθώς τις στροβίλιζε σ’ όλων - των λογιών τους χορούς, μέχρι το ξημέρωμα. Οι βροχές μεθούσαν κι εκλιπαρούσαν τον άνεμο να εξατμίσει τις στάλες τους και να τις πάρει για πάντα μαζί του. Εκείνος, τότε, τις κοιτούσε σκανταλιάρικα κι αφού έκανε μια βαθειά υπόκλιση, απομακρυνόταν φυσώντας χαμόγελα κι ερωτολόγα. Κι όταν κανένας δεν τον έβλεπε πια, πήγαινε τρέχοντας να ξαποστάσει στο κρησφύγετό του, μια βουνοκορφή απέναντι από το σπίτι του Θεού.
Ανάμεσα στη βουνοκορφή του άνεμου και το σπίτι του Θεού, βρισκόταν μια μικρή-βαθειά λίμνη. Η λίμνη των ευχών. Ο άνεμος ποτέ δεν τόλμησε να βουτήξει στα νερά της. Προτιμούσε να πετάει βότσαλα, από ψηλά, με λέξεις - καινούργιες, που είχε χαράξει ο ίδιος. Ήταν τόσο σίγουρος πως η λίμνη είχε φτιαχτεί για να καταπίνει τις ευχές που την τάιζε γενναιόδωρα.
Μονάχα τις φορές που το φεγγάρι χαρεντιζόταν με τ’ άστρα, ο άνεμος κρυβόταν πίσω από πυκνές φυλλωσιές και χωρίς καν να ανασαίνει, το ακολουθούσε λυπημένος - όπου κι πήγαινε. Το φεγγάρι ήταν ό,τι αγαπούσε με αφοσίωση, ο άνεμος, και το μόνο που τον γέμιζε τόσο μεγάλη θλίψη. Χρόνους αμέτρητους έψαχνε να βρει το λόγο της αγάπης και της θλίψης αυτής μα, ποτέ, δεν τα κατάφερε. Έμπαινε σα σίφουνας σε καταπακτές γεμάτες βιβλία που πειρατές είχαν φυλάξει σ’ απόκρυφες σπηλιές και που μόνο ένας τσιγγάνος - άνεμος θα μπορούσε να περάσει μέσα από τις λεπτές χαραμάδες τους. Καθάριζε μ’ένα φύσημα τις σκονισμένες σελίδες και τις ρωτούσε γεμάτος αγωνία να του πουν γιατί η μοναδική του αγάπη του προξενεί τόση θλίψη. Όμως, καμιά - ποτέ δεν του απάντησε, ή έτσι ήθελε να νομίζει ο άνεμος.
Μια νύχτα το φεγγάρι έστησε χορό κι άρχισε να βγάζει τα πέπλα με τις φεγγαρόπετρες γιατί το βάραιναν. Ο άνεμος έπεσε σε μεγάλη θλίψη. Ίσως τη μεγαλύτερη που θυμόταν ποτέ. Προσπάθησε απεγνωσμένα να πιάσει ένα πέπλο, να το κρατήσει για πάντα δικό του. Όμως η γη είχε απλώσει τα χέρια της, μάζευε γρήγορα-γρήγορα τα πέπλα του φεγγαριού και τα τύλιγε ολόχαρη γύρω της. Ο άνεμος δε μπορούσε να πατήσει στη γη. Ποτέ του δεν το είχε κάνει. Δεν ήξερε τον τρόπο.
Γεμάτος απόγνωση, πήρε μια μεγάλη ανάσα και βούτηξε για πρώτη φορά στη λίμνη των ευχών. Έμεινε ακίνητος κάτω από το νερό ζητώντας μέσ’ από τα βάθη της ανεμένιας καρδιάς του να γινόταν ένα θαύμα που θα λύτρωνε τη θλίψη - της αγάπης του. Σκέφτηκε για μια στιγμή πως αν και τούτη τη νυχτιά δεν τα κατάφερνε στ’ αλήθεια να λυτρωθεί. τουλάχιστον ας ονειρευόταν πως λυτρώθηκε, χωρίς, όμως, να κοιμηθεί. Το μόνο που φοβόταν, ο άνεμος, ήταν ο ύπνος. Γι’ αυτό και σπάνια κοιμόταν.
«Καλησπέρα άνεμε...»
Η φωνή που ακούστηκε ήταν όμοια με μελωδία άρπας. Ο άνεμος ταράχτηκε και ρίγησε μαζί όταν μια μυρωδιά από νοτισμένο νυχτολούλουδο άγγιξε το μάγουλό του. Η φωνή με το άρωμα του νυχτολούλουδου κολυμπούσε ολόγυρά του. Όλο και πιο σιμά του, μέχρι που τον τύλιξε σα δίχτυ. Ο άνεμος σάστισε. Χωρίς ν’ανοίξει τα μάτια του, ρώτησε:
«Τι είσαι εσύ;»
«Η ευχή σου, άνεμε.»
«Και γιατί είσαι τόσο κοντά μου; Γιατί τυλίχτηκες γύρω μου;»
«Πάντα είμαι τόσο κοντά σου. Απόψε, όμως, είναι η πρώτη φορά που αποφάσισες να με δεις.»
«Κι εσύ, γιατί φανερώθηκες;»
«Γιατί εσύ το ζήτησες.»
«Με πνίγεις! Φύγε...»
«Θα σου χαρίσω το φεγγάρι και θα φύγω. Απόψε θα γίνει δικό σου. Θα το κουβαλάς όπου κι αν πας και θα του μιλάς για την αγάπη. Για την αγάπη που του έχεις. Μόνο έτσι θα γιάνεις απ’ τη θλίψη.»
«Θα κουβαλάω παντού το φεγγάρι;»
«Aιώνες τώρα, λαχταράς να το αποκτήσεις.»
«Δεν είναι βαρύ για μένα;»
«Ίσως. Πρέπει όμως ν’ αποφασίσεις, τώρα, τι σου είναι πιο σπουδαίο. Η αντοχή σου, ή η επιθυμία σου;»
«Η ευχή μου…» ψιθύρισε ο άνεμος και κουλουριάστηκε χωρίς αντίσταση μέσα στο δίχτυ της ευχής.
Χ. Κ.
Κείμενα εσω-ψυχογραφικά για απαιτητικούς αναγνώστες.
ΑπάντησηΔιαγραφήΤην καλημέρα μου!
Αυτό το σχόλιο αφαιρέθηκε από τον συντάκτη.
ΑπάντησηΔιαγραφήΑυτό το σχόλιο αφαιρέθηκε από τον συντάκτη.
ΑπάντησηΔιαγραφή-ελπίζω αυτή τη φορά να μην καταπιεί το έσω ο δαίμων του νετ.. :)-
ΑπάντησηΔιαγραφήΟι μύθοι και οι παραβολές δίνουν φωνή λαλούσα στο έσω μιας κοινωνίας, αγαπητή Άντα, που στη βάση του είναι πανομοιότυπο σε κάθε εποχή.
Ευχαριστώ για την επίσκεψη!