Μέσα σ’ ένα ζεστό, φιλικό, ευχάριστο κλίμα όπου γίνονται πάντα οι παρουσιάσεις βιβλίων όπως η σημερινή, οι εισηγητές, μιλώντας για το παρουσιαζόμενο βιβλίο, αρχίζουν συνήθως με μια περίληψη του περιεχομένου του, επισημαίνουν τα καλά του σημεία, υπογραμμίζουν τις αρετές του και εύχονται «καλή επιτυχία» και στον συγγραφέα.
Προσωπικά, με την άδειά σας, θα ήθελα να επιχειρήσω κάτι λίγο διαφορετικό. Ν’ αναφερθώ με συντομία σε κάποια ενδιαφέροντα σημεία που αφορούν τη σημερινή κατάσταση του παιδικού λογοτεχνικού βιβλίου και να τοποθετήσω το βιβλίο της Χριστίνας μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο, πιστεύοντας πως έτσι θα φανούν καλύτερα τα όσα έχει να μας προσφέρει.
Είναι πια πολύ γνωστό και γενικά παραδεκτό πως η λογοτεχνία που απευθύνεται κατά κύριο λόγο στα παιδιά και τους νέους έχει αναπτυχθεί εξαιρετικά τις τελευταίες δεκαετίες σε ολόκληρο τον κόσμο. Γνωστό επίσης πως η κίνηση των λογοτεχνικών παιδικών και νεανικών βιβλίων, τόσο παγκόσμια όσο και στην Ελλάδα, είναι εντυπωσιακή. Ειδικά η άνθηση της ελληνικής Παιδικής/Νεανικής Λογοτεχνίας, από τη δεκαετία του 1970 και μετά, είναι φαινόμενο που επισημάνθηκε, μελετήθηκε και ερμηνεύτηκε ποικιλότροπα από το σύνολο των ερευνητών του κλάδου, πανεπιστημιακών, κριτικών και άλλων μελετητών. Ωστόσο, όπως έχω από καιρό επισημάνει σε σχετικό άρθρο μου στο περιοδικό ΔΙΑΔΡΟΜΕΣ στο χώρο της λογοτεχνίας για παιδιά και νέους, η άνθηση αυτή διατρέχει κίνδυνο να ανακοπεί από παράγοντες που συνειδητά ή όχι την απειλούν.
Οι παράγοντες αυτοί είναι πολλοί και ποικίλοι, ας επικεντρωθούμε όμως σ’ αυτούς που κυρίως μας ενδιαφέρουν απόψε, δηλαδή εκείνους που προέρχονται από τους ίδιους τους δημιουργούς. ΄Ισως σας ξαφνιάζει αυτό που ακούτε: Είναι δυνατόν να απειλείται η άνθηση ενός λογοτεχνικού είδους και από τους ίδιους τους δημιουργούς του; Και όμως είναι. Ας σκεφτούμε μερικές περιπτώσεις, που θα τις χαρακτήριζα «παγίδες»:
Η ευρεία κυκλοφορία παιδικών βιβλίων -απόρροια της άνθησης– δημιουργεί συχνά τα τελευταία χρόνια μια τάση “ευκολογραφίας”, κυρίως στους νεοεμφανιζόμενους που έχουν την επιθυμία να “γράψουν” κάτι και αποφασίζουν ν’ αρχίσουν από την παιδική λογοτεχνία, κάνοντας το τεράστιο σφάλμα να τη θεωρήσουν ως “εύκολο είδος”. Οι συνέπειες ευνόητες. Κατακλυσμός της αγοράς από παιδικά βιβλία χαμηλής ποιότητας.
Παρατηρείται ύστερα και το εξής φαινόμενο: Δημιουργοί αναγνωρισμένοι σε άλλους κλάδους (ποιητές, πεζογράφοι, συγγραφείς ροζ λογοτεχνίας, θεατρικοί συγγραφείς κλπ) που ουδέποτε ασχολήθηκαν με την παιδική/νεανική λογοτεχνία, καμιά σχετική προετοιμασία, προβληματισμό ή κατάρτιση δεν έχουν και αγνοούν πλήρως την πορεία και τις εξελίξεις που έχουν σημειωθεί στον κλάδο αυτόν, αποφασίζουν να “εισβάλουν” στο χώρο, όχι από πραγματικό ξαφνικό ενδιαφέρον, αλλά ωθούμενοι από υποτιθέμενα οικονομικά οφέλη που νομίζουν ότι θα έχουν από τα παιδικά βιβλία, εξαιτίας της άνθησης. Τα έργα τους ωστόσο δύσκολα μπορούν να ενταχθούν επάξια στο τμήμα αυτό της γραμματολογίας που ορίζεται ως παιδική/νεανική λογοτεχνία.
Και στις δύο παραπάνω περιπτώσεις, ακριβώς επειδή λείπει η προετοιμασία και η κατάρτιση, αλλά και λόγω αναμενομένων κερδών, ανιχνεύονται τα εξής:
1. Επανέρχεται το φάντασμα του διδακτισμού. Συχνότατες π.χ. οι περιπτώσεις εκείνων που θέλουν βεβιασμένα «να περάσουν μηνύματα», κατά την τετριμμένη έκφραση, για σωστή κοινωνική συμπεριφορά, να μιλήσουν με ρηχό ή λανθασμένο τρόπο στα παιδιά για την οικολογία, την ιστορία, την Τέχνη -και άλλα πολλά. Χτυπητό το παράδειγμα κυρίας που συγγράφει «ευπώλητα» ροζ μυθιστορήματα: Στον πρόλογο του παιδικού βιβλίου που αποφάσισε να γράψει, δηλώνει ότι αποφάσισε να ασχοληθεί και με τα παιδιά, για να τους δώσει «κατευθύνσεις»!
2. Άλλοτε πάλι, στην προσπάθεια να κερδηθεί το νεανικό αναγνωστικό κοινό, επικρατεί ένας απαράδεκτος «λαϊκισμός» προς τα παιδιά, ένα ύποπτης προέλευσης χαϊδολόγημα του τύπου «τα παιδιά ξέρουν καλύτερα» ή «τα ξέρουν όλα» και λοιπά παρόμοια, όπως το «για όλα φταίνε (συλλήβδην) οι μεγάλοι», κάτι που φορές είναι και επικινδύνως αντιπαιδαγωγικό. ΄Ετσι, για την επίλυση κάποιου κοινωνικού προβλήματος, π.χ. τη μόλυνση του περιβάλλοντος, την απειλή του πολέμου, τη φτώχεια, την ανεργία κ.λπ., η συνεργασία μικρών και μεγάλων συχνότατα απουσιάζει και η πιθανότητα ομαδικής δράσης ή αρμονικής συνύπαρξης όλου του ηλικιακού φάσματος εξοβελίζεται, με αποτέλεσμα να εδραιώνεται παιδιόθεν η εντύπωση ότι το περίφημο «χάσμα» είναι διά παντός αγεφύρωτο. Πέραν αυτού, ο «παιδικός λαϊκισμός», όπως τολμώ να τον χαρακτηρίζω, είναι κατακριτέος και για κάτι ακόμη: Αποτελεί έμμεση προτροπή ή υποδηλώνει την προσδοκία ότι τα παιδιά μπορούν και οφείλουν να τα διορθώσουν όλα ερήμην των γενικώς «κακών» μεγάλων. Κι αυτό λειτουργεί ως άλλοθι πολύ βολικό για τους καταγγέλλοντες συγγραφείς, αφού έτσι αισθάνονται ότι εκείνοι απαλλάσσονται από τη συλλογική ευθύνη για ό,τι λανθασμένο έχει διαπραχθεί, τη φορτώνουν στους αδύνατους ακόμη ώμους της επόμενης γενιάς και ησυχάζουν ότι έπραξαν το καθήκον τους.
3. Άλλος τρόπος για να κερδηθεί εύκολα το παιδί-αναγνώστης είναι η τρομολαγνεία. Τι πιο εύκολο να κρατήσεις σε αναγνωστική αγωνία ένα παιδί, από του να του διηγηθείς κάτι εξωφρενικό που το τρομάζει και το συγκλονίζει, κάτι ανατριχιαστικό, με αιμοβόρους δράκουλες, αδυσώπητους μάγους κατόχους εργαλείων νέας τεχνολογίας, τέρατα αρρωστημένης φαντασίας και άλλα συναφή, αδιαφορώντας αν κάτι τέτοιο ωφελεί τον ψυχικό του κόσμο ή όχι. Αυτή η τρομολαγνεία είναι φανερό ότι προέρχεται από μίμηση ξένων προτύπων. Λόγος της μίμησης είναι προφανέστατα η μεγάλη κυκλοφορία γνωστών ξένων βιβλίων, με πολλά και άκρως τρομακτικά στοιχεία, άσχετα με την ελληνική παράδοση, τον ελληνικό πολιτισμό, την ελληνική μυθολογία. Ας σημειώσουμε ότι η τάση αυτή, πέρα από τις φανταστικές ιστορίες, έχει αρχίσει να επεκτείνεται και στην πεζογραφία για εφήβους. Εφιαλτικές καταστάσεις διαποτισμένες με μπόλικη βία, οικογενειακή ή κοινωνική, αρρωστημένες συμπεριφορές ξένες προς την ελληνική πραγματικότητα και τον ελληνικό τρόπο ζωής, δειλά αλλά σταθερά έχουν αρχίσει να αποτελούν τον πυρήνα κάποιων μυθιστορημάτων για νέους.
4. Το να κερδίσεις ένα νεαρό αναγνώστη προκαλώντας του, με έργο ποιότητας, χαρά ή γέλιο που να είναι πράγματι «λουτρό ψυχής» είναι δύσκολο. Στα γρήγορα και πιο εύκολα το πετυχαίνεις με εξυπνακίστικα κείμενα, με σελίδες γεμάτες φτηνά λογοπαίγνια και εξωφρενικούς νεολογισμούς εν ονόματι της διεύρυνσης της ταλαίπωρης γλώσσας μας, με χονδροειδείς φιγούρες και άγαρμπα αστεία.
Και τις τέσσερις παγίδες που ανέφερα τις έχει αποφύγει η Χριστίνα. Στο Μυστικό της Ανεμότρυπας, προβάλει αξίες και προσφέρει γνώσεις χωρίς διδακτισμό. Παρουσιάζει μια δραστήρια συντροφιά που συνεργάζεται και μάχεται για το καλό και το δίκιο χωρίς ηλικιακούς αποκλεισμούς. Στήνει μια περιπέτεια με το απαραίτητο λεγόμενο «σασπένς», όπου οι κακοί με τις πράξεις τους προκαλούν απέχθεια, και η αγωνία για την έκβαση της πλοκής κορυφώνεται, χωρίς να φτάνει στο σημείο να προκαλέσει τρόμο στο παιδικό αναγνωστικό κοινό. Αντλεί το θέμα της από τους θησαυρούς της Ελληνικής Μυθολογίας αποδεικνύοντας ότι ουδείς λόγος συντρέχει να καταφύγει σε ξένα πρότυπα για να συναρπάσει τα ελληνόπουλα και να συμβάλει στην ανάπτυξη της φαντασίας τους. Χρησιμοποιεί μια ρέουσα σωστή γλώσσα, καλλιεργώντας το γλωσσικό αίσθημα στους μικρούς αναγνώστες χωρίς να καταφεύγει σε γλωσσικούς ακροβατισμούς και φτηνά λογοπαίγνια. Ενσταλάζει στο κείμενό της στιγμές χιουμοριστικές βαλμένες εκεί που πρέπει, ώστε το παραμύθι να γίνεται ανάλαφρο χωρίς υπερβολές, χωρίς προσπάθεια να προκαλέσει με «εξυπνακισμούς» το εύκολο γέλιο των μικρών αναγνωστών.
Ελπίζω να συμφωνήσετε ότι αυτές τις διαπιστώσεις άξιζε να τις αναφέρω, αντί να ασχοληθώ εκτενώς με την πλοκή του παραμυθιού. Για την οποία ωστόσο επιτρέψτε μου να αναφέρω τα ελάχιστα. Στο Μυστικό της Ανεμότρυπας μια παραμυθού γιαγιά θέλει να ετοιμάσει μια τούρτα υγιεινή, από βοτανοζαχαρωτά. Τη συνταγή την ξέρει μόνο η καλή μάγισσα Ζαχαρούλα, μα έχει χάσει τη μαγική της κουτάλα. ΄Ετσι, η γιαγιά, με συντροφιά το σκύλο και τη γάτα της που μετέχουν ενεργά, αλλά και με τη βοήθεια κάποιων παραμυθένιων πλασμάτων, αποφασίζει να βρει το μαγικό αυτό εργαλείο. Κι όλοι μαζί ξεκινούν για μια περιπέτεια που θα τους φέρει αντιμέτωπους με την κακιά μάγισσα Μέλια. Ταξιδεύουν σε δάση, πηγές και σπηλιές της Ελλάδας, συναντούν πλάσματα της Μυθολογίας, ανιχνεύουν αλήθειες οικολογικές και αξίες διαχρονικές, κινδυνεύουν, αλλά τελικά νικούν. Κι εμείς κερδίζουμε ένα αξιολογότατο βιβλίο, που είναι γεμάτο αγάπη, χρώματα, μοσχοβολιές κι ευαισθησία.
΄Εχω ακόμη δύο παγίδες ν’ αναφέρω, όμως αυτές δεν αφορούν τη συγγραφή, αλλά την εικονογράφηση και την έκδοση.
Παρόμοιοι κίνδυνοι μ’ εκείνους που αναφέραμε για τους συγγραφείς ελλοχεύουν και στη δουλειά των εικονογράφων. Συχνά διαπιστώνεται προσπάθεια για εντυπωσιασμό με φανταχτερές εικόνες, χαμηλή αισθητική, κραυγαλέες φιγούρες, δήθεν καλλιτεχνική πρωτοπορία που κρύβει άγνοια και έλλειψη σεβασμού προς την αναπτυσσόμενη αισθητική καλλιέργεια των παιδιών. Κανένα τέτοιο ολίσθημα από την πλευρά της Μαργαρίτας Ράντεβα. Αντίθετα έχουμε ένα γοητευτικό αποτέλεσμα, που ντύνει το κείμενο όπως του αρμόζει.
΄Οσο για την έκδοση, όπου ο κίνδυνος είναι συνώνυμος με την προσπάθεια για εύκολο κέρδος σε βάρος της ποιότητας, η εμφάνιση και μόνο του βιβλίου αποδεικνύει ότι η Χριστίνα στάθηκε τυχερή και σ’ αυτό, αφού απεφεύχθη κι εδώ η παγίδα.
΄Ετσι έγινε κι έχουμε ένα ξεχωριστό παιδικό βιβλίο, που, σύμφωνα με όσα αναφέραμε στην αρχή, όχι μόνο δεν είναι από εκείνα που απειλούν την άνθηση της ελληνικής παιδικής λογοτεχνίας, καθώς πλείστα άλλα του καιρού μας, αλλά εντάσσεται άνετα σ’ αυτήν, αφού προσφέρει αναγνωστική απόλαυση, είναι εικονογραφημένο με σεβασμό στην υπό ανάπτυξη αισθητική των παιδιών και παρουσιασμένο σε καλαίσθητη έκδοση χωρίς πρώτη έγνοια το κέρδος.
Οπότε τι άλλο μένει παρά να ευχηθούμε να είναι «καλοτάξιδο» το Μυστικό της ανεμότρυπας και η συγγραφική πορεία της Χριστίνας Κόλλια να είναι πάντα ανοδική!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου